Ο βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας ήταν ο εγγονός του Κωνσταντίνου Τοσίτσα, αδερφού του ευεγέρτη του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, Μιχαήλ Τοσίτσα. Ο παππούς του έχει εγκατασταθεί στο Λιβόρνο από τις αρχές του 19ου αιώνα, όπου απέκτησε μεγάλη περιουσία, αλλά και τον κληρονομικό τίτλο του βαρώνου. Μετά το θάνατό του ο πατέρας του ευεγέρτη, Αναστάσιος, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ίδρυσε την «Τράπεζα Μιχαήλ και Αναστάσιου Τοσίτσα», η οποία γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη.

Ο Μιχαήλ Τοσίτσας γεννήθηκε το 1885 στο Παρίσι. Σπούδασε φιλολογία στη Σορβόννη. Ασχολήθηκε με την ποίηση, την κλασική μουσική και τη φιλοσοφία. Ήταν πολύ επηρεασμένος από τις θεωρίες του Μπέρξον. Τύπος μονηρής, δεν έδειχνε κανένα ενδιαφέρον για τις τραπεζικές επιχειρήσεις του πατέρα του. Τα ενδιαφέροντα του Μιχαήλ Τοσίτσα ήταν ακατανόητα για την οικογένειά του. Τον πατέρα του απασχολούσε ένα βασικό πρόβλημα. Όλοι τον θεωρούσαν άχρηστο, ανίκανο και αιθεροβάμονα. Ο πατέρας του μάλιστα σκεπτόταν να ζητήσει να κηρυχθεί ο γιός του σε κατάσταση «απαγορεύσεως». Όταν ο Αναστάσιος Τοσίτσας αποδήμησε στα 1937, τη διαχείριση της περιουσίας του ανέλαβε ο Μιχαήλ. Ανέπτυξε τέτοια δραστηριότητα που διέψευσε τους φόβους του πατέρα του. Έκανε επενδύσεις σε ακίνητα στην Ελβετία και σε χρεόγραφα στην Αμερική και στον Καναδά, επενδύσεις στην Αργεντινή, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, καθώς και στην Αγκόλα, που ήταν τότε αποικία της Πορτογαλίας.

 

Για το Μέτσοβο, το έτος 1937 υπήρξε καθοριστικό, όταν εικοσιπέντε Μετσοβίτες ίδρυσαν τον Εξωραϊστικό Σύλλογο Μετσόβου. Η διοίκηση του συλλόγου, με αντιπρόεδρο τον Ευάγγελο Αβέρωφ, στην προσπάθειά της να βοηθήσει το Μέτσοβο, σκέφτηκε να απευθυνθεί στους απόγονους των μεγάλων μετσοβιτών ευεγερτών. Από τη γαλλική πρεσβεία εντοπίστηκαν στον τηλεφωνικό κατάλογο του Παρισιού τρεις καταχωρίσεις με το όνομα Tositsa, μία βαρώνη Τοσίτσα, ένας βαρώνος Κωνσταντίνος Τοσίτσας και ένας άλλος βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας. Ταχυδρομήθηκε σε όλους η ίδια ευγενική επιστολή. Η βαρώνη Τοσίτσα δεν απάντησε καθόλου. Ο βαρώνος Κωνσταντίνος Τοσίτσας επέστρεψε την επιστολή με τας εξής σχόλια : «Πληροφορώ αυτούς τους κυρίους ότι δεν θέλω να έχω καμία σχέση με το Μέτσοβο και την Ελλάδα». Ο βαρώνος Μιχαήλ Τοσίτσας ήταν ο μόνος που απάντησε θετικά. Σε ένα ευγενέστατο γράμμα έγραφε πως μόλις πέθανε ο πατέρας του και πως, αν και όταν ανακάλυπτε τα περιουσιακά του στοιχεία στην Ελλάδα, προθυμότατα θα βοηθούσε. Πρόσθετε σε ένα υστερόγραφο ότι μεταξύ των υπογραφών έκρινε και μία υπογραφή ενός «κυρίου Ευαγγέλου Αβέρωφ» και ρωτούσε αν επρόκειτο περί συγγενούς του μεγάλου ευεργέτη Γεωργίου Αβέρωφ, γιατί τότε θα υπήρχε κάποια συγγένεια μεταξύ αυτού και του υπογραφόμενου Αβέρωφ, συγγένεια όμως που αγνοούσε τον βαθμό της. Τότε ο Ευάγγελος Αβέρωφ του έγραψε απευθείας και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει μια αλληλογραφία που στους επόμενους μήνες γίνεται όλο και πυκνότερη. Δημιουργείται και καλλιεργείται ένα ενδιαφέρον για το παρελθόν και για το μέλλον του Μετσόβου. Ο Τοσίτσας δεν είχε δεσμούς με την πατρίδα του, δε μιλούσε ελληνικά ούτε είχε επισκεφτεί ποτέ την Ελλάδα. Ενδιαφερόταν όμως ζωηρά για οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστορία της οικογένειάς του καθώς και με τις ρίζες του. Είναι άνθρωπος μονήρης και εσωστρεφής, με μεγάλη πνευματική καλλιέργεια. Ιδιαίτερα τον συγκινεί η ιδέα πως υπάρχει ακόμη στο Μέτσοβο το ερειπωμένο πατρογονικό των Τοσιτσαίων όπως τους γνώριζε ο Ευάγγελος.

Δέκα χρόνια διαρκεί η αλληλογραφία των δύο αντρών, χωρίς ποτέ να έχουν γνωριστεί από κοντά. Και τα γράμματα αυτά δεν είναι σύντομα, αλλά πολυσέλιδα και πλούσια σε περιεχόμενο, σε σκέψεις και συναισθήματα. Στην αλληλογραφία του Τοσίτσα που ανοίχτηκε μετά τον θάνατό του, βρέθηκαν σελίδες επιστολών με τον χαρακτηριστικό γραφικό χαρακτήρα του Αβέρωφ, καθώς και πλήθος δημοσιευμάτων από ελληνικές εφημερίδες που του έστελνε ο Αβέρωφ σχετικά με το Μέτσοβο, καθώς και ένα λεπτομερές γενεαλογικό δέντρο των δύο οικογενειών σχεδιασμένο σε μεγάλο χαρτί απ’ τον Ευάγγελο. Ο συγγενικός δεσμός των δύο αντρών είχε διελευκάνθη και η ικανοποίηση του βαρώνου ήταν μεγάλη. Ο Ευάγγελος Αβέρωφ ήταν δισέγγονος του Αυγερινού Αβέρωφ, μεγαλύτερου αδερφού του εθνικού ευεγέρτη Γεωργίου Αβέρωφ.

Γεγονός είναι ότι ο αρχικός στόχος της αλληλογραφίας μεταξύ Αβέρωφ και Τοσίτσα ήταν (και παρέμεινε μέχρι τέλος) η οικονομική συμβολή του τελευταίου στην ανάπτυξη του Μετσόβου. Θα πρέπει εδώ να επισημάνουμε την γνήσια φιλική σχέση που αναπτύχθηκε στην πορεία μεταξύ των δύο αντρών. Κατά την περίοδο του πολέμου, ο Αβέρωφ συνελήφθη από τους Ιταλούς και μεταφέρθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Ιταλία. Βρισκόμενος στη φυλακή, ζήτησε δύο φορές χρήματα απ’ τον Τοσίτσα, περίπου 600 δολάρια συνολικά, με την υπόσχεση αν επιζήσει του πολέμου, να του τα επιστρέψει. Πραγματικά, μόλις ελευθερώθηκε, η πρώτη πράξη του ήταν να γυρίσει τα 600 δολάρια στον Τοσίτσα.

 

Δύο χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, ο Τοσίτσας εκδηλώνει την επιθυμία να γνωρίσει από κοντά τον Αβέρωφ, και οι δύο μαζί να μελετήσουν πώς θα τροποποιούσε την διαθήκη του, που είχε κιόλας συντάξει σε γενικές γραμμές. Είχανε όμως και ένα άλλο θέμα. Ο Μιχαήλ Τοσίτσας ήταν ανύπαντρος και ο ξάδελφός του Κωνσταντίνος (αυτός που δεν ήθελε να έχει καμιά σχέση με το Μέτσοβο και την Ελλάδα) δεν είχε παιδιά. Έτσι, με το θάνατο του Μιχαήλ Τοσίτσα θα έσβηνε και το όνομα. Σε πολλά γράμματά του είχε υπογραμμίσει την ανάγκη να επιβιώσει το όνομα και πρότεινε στον Αβέρωφ να είναι ο εκτελεστής της διαθήκης του, παίρνοντας όμως και το όνομα Τοσίτσας, πράγμα που αυτός δέχτηκε.

Μαζί οι δύο άντρες συνέταξαν τη νέα διαθήκη. Ο Τοσίτσας θα προικοδοτούσε το «Ίδρυμα βαρώνου Μιχαήλ Τοσίτσα» με το ποσό των 1.700.000 δολαρίων! Σκοποί του ιδρύματος θα ήταν η εκτέλεση έργων δημοσίας ωφέλειας. Ισόβιος πρόεδρος ορίστηκε ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ο οποίος και τον είδε τελευταία φορά τον Αύγουστο του 1950. Ήταν βαριά άρρωστος και νοσηλευόταν σε κλινική. Πέθανε ύστερα από λίγους μόλις μήνες στην Ελβετία, στις 18 Οκτωβρίου 1950.